Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
δυσώδινος
δυσώλεθρος
δυσώμοτος
View word page
δύσχυμος
ill-savoured

ShortDef

ill-savoured

Debugging

Headword:
δύσχυμος
Headword (normalized):
δύσχυμος
Headword (normalized/stripped):
δυσχυμος
IDX:
25239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25240
Key:

Data

{'content': 'ill-savoured'}