Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
δυσώδης
δυσωδία
View word page
δύσχρως
of a bad colour, discoloured

ShortDef

of a bad colour, discoloured

Debugging

Headword:
δύσχρως
Headword (normalized):
δύσχρως
Headword (normalized/stripped):
δυσχρως
IDX:
25236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25237
Key:

Data

{'content': 'of a bad colour, discoloured'}