Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
δύσψυκτος
δυσωδέω
View word page
δύσχρηστος
hard to use, nearly useless
ShortDef
hard to use, nearly useless
Debugging
Headword:
δύσχρηστος
Headword (normalized):
δύσχρηστος
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστος
IDX:
25234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25235
Key:
Data
{'content': 'hard to use, nearly useless'}