Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
δυσχώρητος
δυσχωρία
δυσχώριστος
View word page
δυσχρήστημα
inconvenience

ShortDef

inconvenience

Debugging

Headword:
δυσχρήστημα
Headword (normalized):
δυσχρήστημα
Headword (normalized/stripped):
δυσχρηστημα
IDX:
25232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25233
Key:

Data

{'content': 'inconvenience'}