Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
δύσχυλος
δυσχυμία
δύσχυμος
View word page
δυσχορήγητος
difficult to stage

ShortDef

difficult to stage

Debugging

Headword:
δυσχορήγητος
Headword (normalized):
δυσχορήγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσχορηγητος
IDX:
25229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25230
Key:

Data

{'content': 'difficult to stage'}