Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
δύσχρως
View word page
δύσχιμος
wintry, troublesome, dangerous, fearful
ShortDef
wintry, troublesome, dangerous, fearful
Debugging
Headword:
δύσχιμος
Headword (normalized):
δύσχιμος
Headword (normalized/stripped):
δυσχιμος
IDX:
25226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25227
Key:
Data
{'content': 'wintry, troublesome, dangerous, fearful'}