Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δύσχρηστος
δύσχροια
View word page
δυσχερής
hard to take in hand

ShortDef

hard to take in hand

Debugging

Headword:
δυσχερής
Headword (normalized):
δυσχερής
Headword (normalized/stripped):
δυσχερης
IDX:
25225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25226
Key:

Data

{'content': 'hard to take in hand'}