Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
δυσχρήστημα
View word page
δυσχεραντικός
peevish
ShortDef
peevish
Debugging
Headword:
δυσχεραντικός
Headword (normalized):
δυσχεραντικός
Headword (normalized/stripped):
δυσχεραντικος
IDX:
25222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25223
Key:
Data
{'content': 'peevish'}