Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
δυσχρηστέω
View word page
δυσχεραντέον
one must boggle at

ShortDef

one must boggle at

Debugging

Headword:
δυσχεραντέον
Headword (normalized):
δυσχεραντέον
Headword (normalized/stripped):
δυσχεραντεον
IDX:
25221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25222
Key:

Data

{'content': 'one must boggle at'}