Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
δύσχορτος
View word page
δυσχέρανσις
disgust

ShortDef

disgust

Debugging

Headword:
δυσχέρανσις
Headword (normalized):
δυσχέρανσις
Headword (normalized/stripped):
δυσχερανσις
IDX:
25220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25221
Key:

Data

{'content': 'disgust'}