Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δυσχορήγητος
View word page
δυσχεραίνω
to be unable to endure

ShortDef

to be unable to endure

Debugging

Headword:
δυσχεραίνω
Headword (normalized):
δυσχεραίνω
Headword (normalized/stripped):
δυσχεραινω
IDX:
25219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25220
Key:

Data

{'content': 'to be unable to endure'}