Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
View word page
δυσχεραινόντως
with disgust

ShortDef

with disgust

Debugging

Headword:
δυσχεραινόντως
Headword (normalized):
δυσχεραινόντως
Headword (normalized/stripped):
δυσχεραινοντως
IDX:
25218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25219
Key:

Data

{'content': 'with disgust'}