Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
δύσχιστος
View word page
δυσχείρωτος
hard to subdue
ShortDef
hard to subdue
Debugging
Headword:
δυσχείρωτος
Headword (normalized):
δυσχείρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσχειρωτος
IDX:
25217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25218
Key:
Data
{'content': 'hard to subdue'}