Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
δύσχιμος
View word page
δυσχείρωμα
a thing hard to be subdued, a hard conquest

ShortDef

a thing hard to be subdued, a hard conquest

Debugging

Headword:
δυσχείρωμα
Headword (normalized):
δυσχείρωμα
Headword (normalized/stripped):
δυσχειρωμα
IDX:
25216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25217
Key:

Data

{'content': 'a thing hard to be subdued, a hard conquest'}