Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
δυσχερής
View word page
δυσχείμων
wintry, stormy

ShortDef

wintry, stormy

Debugging

Headword:
δυσχείμων
Headword (normalized):
δυσχείμων
Headword (normalized/stripped):
δυσχειμων
IDX:
25215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25216
Key:

Data

{'content': 'wintry, stormy'}