Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχέρεια
View word page
δυσχείμερος
suffering from hard winters, very wintry, freezing

ShortDef

suffering from hard winters, very wintry, freezing

Debugging

Headword:
δυσχείμερος
Headword (normalized):
δυσχείμερος
Headword (normalized/stripped):
δυσχειμερος
IDX:
25214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25215
Key:

Data

{'content': 'suffering from hard winters, very wintry, freezing'}