Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
δυσφρόνα
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
View word page
δυσφύλακτος
hard to keep off

ShortDef

hard to keep off

Debugging

Headword:
δυσφύλακτος
Headword (normalized):
δυσφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφυλακτος
IDX:
25208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25209
Key:

Data

{'content': 'hard to keep off'}