Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
δυσφρόνα
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
δυσχείμων
View word page
δύσφρων
sad at heart, sorrowful, melancholy
ShortDef
sad at heart, sorrowful, melancholy
Debugging
Headword:
δύσφρων
Headword (normalized):
δύσφρων
Headword (normalized/stripped):
δυσφρων
IDX:
25205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25206
Key:
Data
{'content': 'sad at heart, sorrowful, melancholy'}