Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
δυσφρόνα
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
δυσχειμερινός
δυσχείμερος
View word page
δυσφροσύνη
anxiety, care

ShortDef

anxiety, care

Debugging

Headword:
δυσφροσύνη
Headword (normalized):
δυσφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
δυσφροσυνη
IDX:
25204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25205
Key:

Data

{'content': 'anxiety, care'}