Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
δυσφρόνα
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
δυσφυΐα
δυσφύλακτος
δυσφωνία
δύσφωνος
δυσχαλίνωτος
δυσχάριστος
View word page
δυσφρόνη
troubles
ShortDef
troubles
Debugging
Headword:
δυσφρόνη
Headword (normalized):
δυσφρόνη
Headword (normalized/stripped):
δυσφρονη
IDX:
25202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25203
Key:
Data
{'content': 'troubles'}