Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
View word page
ἀγαλματώδης
like a statue

ShortDef

like a statue

Debugging

Headword:
ἀγαλματώδης
Headword (normalized):
ἀγαλματώδης
Headword (normalized/stripped):
αγαλματωδης
IDX:
251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-252
Key:

Data

{'content': 'like a statue'}