Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
δυσφρόνα
δυσφρόνη
δυσφρόνως
δυσφροσύνη
δύσφρων
δυσφυής
View word page
δύσφορτος
hard to be borne
ShortDef
hard to be borne
Debugging
Headword:
δύσφορτος
Headword (normalized):
δύσφορτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφορτος
IDX:
25196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25197
Key:
Data
{'content': 'hard to be borne'}