Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δύσφημος
δυσφημοσύνη
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
δύσφρακτος
δύσφραστος
δυσφροίμιον
View word page
δυσφορέω
to bear with pain, bear ill
ShortDef
to bear with pain, bear ill
Debugging
Headword:
δυσφορέω
Headword (normalized):
δυσφορέω
Headword (normalized/stripped):
δυσφορεω
IDX:
25190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25191
Key:
Data
{'content': 'to bear with pain, bear ill'}