Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δύσφημος
δυσφημοσύνη
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
δυσφράδεια
View word page
δύσφθεγκτος
unfitted
ShortDef
unfitted
Debugging
Headword:
δύσφθεγκτος
Headword (normalized):
δύσφθεγκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφθεγκτος
IDX:
25187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25188
Key:
Data
{'content': 'unfitted'}