Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσφάρωτος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δύσφημος
δυσφημοσύνη
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
δύσφορος
δύσφορτος
View word page
δύσφθαρτος
hard to destroy
ShortDef
hard to destroy
Debugging
Headword:
δύσφθαρτος
Headword (normalized):
δύσφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
δυσφθαρτος
IDX:
25186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25187
Key:
Data
{'content': 'hard to destroy'}