Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσφανής
δυσφάνταστος
δυσφάρωτος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
δυσφήμημα
δυσφημία
δύσφημος
δυσφημοσύνη
δύσφθαρτος
δύσφθεγκτος
δύσφθογγος
δυσφιλής
δυσφορέω
δυσφόρητος
δυσφορία
δυσφορικός
δυσφόρμιγξ
View word page
δύσφημος
of ill omen, boding

ShortDef

of ill omen, boding

Debugging

Headword:
δύσφημος
Headword (normalized):
δύσφημος
Headword (normalized/stripped):
δυσφημος
IDX:
25184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25185
Key:

Data

{'content': 'of ill omen, boding'}