Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφαμος
δυσφανής
δυσφάνταστος
δυσφάρωτος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
δύσφευκτος
δυσφημέω
View word page
δυσυπόστατος
hard to withstand

ShortDef

hard to withstand

Debugging

Headword:
δυσυπόστατος
Headword (normalized):
δυσυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
δυσυποστατος
IDX:
25171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25172
Key:

Data

{'content': 'hard to withstand'}