Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφαμος
δυσφανής
δυσφάνταστος
δυσφάρωτος
δύσφατος
δυσφεγγής
δυσφερής
View word page
δυσυπομόνητος
hard to abide

ShortDef

hard to abide

Debugging

Headword:
δυσυπομόνητος
Headword (normalized):
δυσυπομόνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσυπομονητος
IDX:
25169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25170
Key:

Data

{'content': 'hard to abide'}