Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφαμος
δυσφανής
δυσφάνταστος
δυσφάρωτος
δύσφατος
δυσφεγγής
View word page
δυσύποιστος
hard to endure

ShortDef

hard to endure

Debugging

Headword:
δυσύποιστος
Headword (normalized):
δυσύποιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσυποιστος
IDX:
25168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25169
Key:

Data

{'content': 'hard to endure'}