Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφαμος
δυσφανής
δυσφάνταστος
δυσφάρωτος
View word page
δύσυπνος
sleeping badly
ShortDef
sleeping badly
Debugging
Headword:
δύσυπνος
Headword (normalized):
δύσυπνος
Headword (normalized/stripped):
δυσυπνος
IDX:
25166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25167
Key:
Data
{'content': 'sleeping badly'}