Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
δυσυπόστατος
δυσφαής
δύσφαμος
δυσφανής
View word page
δυσυπνέω
sleep ill

ShortDef

sleep ill

Debugging

Headword:
δυσυπνέω
Headword (normalized):
δυσυπνέω
Headword (normalized/stripped):
δυσυπνεω
IDX:
25164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25165
Key:

Data

{'content': 'sleep ill'}