Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
δυσυπονόητος
View word page
δυστυχής
unlucky, unfortunate

ShortDef

unlucky, unfortunate

Debugging

Headword:
δυστυχής
Headword (normalized):
δυστυχής
Headword (normalized/stripped):
δυστυχης
IDX:
25160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25161
Key:

Data

{'content': 'unlucky, unfortunate'}