Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
δυσυπομόνητος
View word page
δυστύχημα
a piece of ill luck, a failure

ShortDef

a piece of ill luck, a failure

Debugging

Headword:
δυστύχημα
Headword (normalized):
δυστύχημα
Headword (normalized/stripped):
δυστυχημα
IDX:
25159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25160
Key:

Data

{'content': 'a piece of ill luck, a failure'}