Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
δυσυποβίβαστος
δυσύποιστος
View word page
δυστυχέω
to be unlucky, unhappy, unfortunate

ShortDef

to be unlucky, unhappy, unfortunate

Debugging

Headword:
δυστυχέω
Headword (normalized):
δυστυχέω
Headword (normalized/stripped):
δυστυχεω
IDX:
25158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25159
Key:

Data

{'content': 'to be unlucky, unhappy, unfortunate'}