Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
δυσυπέρβατος
δυσυπνέω
δυσυπνήτως
δύσυπνος
View word page
δύστρωτος
hard to injure
ShortDef
hard to injure
Debugging
Headword:
δύστρωτος
Headword (normalized):
δύστρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυστρωτος
IDX:
25156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25157
Key:
Data
{'content': 'hard to injure'}