Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
δύσυδρος
View word page
δυστροπικός
peevish

ShortDef

peevish

Debugging

Headword:
δυστροπικός
Headword (normalized):
δυστροπικός
Headword (normalized/stripped):
δυστροπικος
IDX:
25152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25153
Key:

Data

{'content': 'peevish'}