Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
δυστυχής
δυστυχία
View word page
δυστροπία
peevishness
ShortDef
peevishness
Debugging
Headword:
δυστροπία
Headword (normalized):
δυστροπία
Headword (normalized/stripped):
δυστροπια
IDX:
25151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25152
Key:
Data
{'content': 'peevishness'}