Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
δυστύχημα
View word page
δύστρητος
hard to pierce
ShortDef
hard to pierce
Debugging
Headword:
δύστρητος
Headword (normalized):
δύστρητος
Headword (normalized/stripped):
δυστρητος
IDX:
25149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25150
Key:
Data
{'content': 'hard to pierce'}