Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
δυστύπωτος
δυστυχέω
View word page
δυστραχηλέω
to be stiff-necked, stubborn

ShortDef

to be stiff-necked, stubborn

Debugging

Headword:
δυστραχηλέω
Headword (normalized):
δυστραχηλέω
Headword (normalized/stripped):
δυστραχηλεω
IDX:
25148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25149
Key:

Data

{'content': 'to be stiff-necked, stubborn'}