Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
δύστροπος
δύστροφος
δυστρύπητος
δύστρωτος
View word page
δυστράπελος
hard to deal with, intractable, stubborn
ShortDef
hard to deal with, intractable, stubborn
Debugging
Headword:
δυστράπελος
Headword (normalized):
δυστράπελος
Headword (normalized/stripped):
δυστραπελος
IDX:
25146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25147
Key:
Data
{'content': 'hard to deal with, intractable, stubborn'}