Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
δύστρητος
δύστριπτος
δυστροπία
δυστροπικός
View word page
δυστόχαστος
hard to hit

ShortDef

hard to hit

Debugging

Headword:
δυστόχαστος
Headword (normalized):
δυστόχαστος
Headword (normalized/stripped):
δυστοχαστος
IDX:
25142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25143
Key:

Data

{'content': 'hard to hit'}