Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
δυστρατοπέδευτος
δυστραχηλέω
View word page
δύστομος
bad of mouth: hardmouthed
ShortDef
bad of mouth: hardmouthed
hard to cut
Debugging
Headword:
δύστομος
Headword (normalized):
δύστομος
Headword (normalized/stripped):
δυστομος
IDX:
25138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25139
Key:
Data
{'content': 'bad of mouth: hardmouthed'}