Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
δυστραπέλεια
δυστραπελία
δυστράπελος
View word page
δυστομέω
to speak evil of

ShortDef

to speak evil of

Debugging

Headword:
δυστομέω
Headword (normalized):
δυστομέω
Headword (normalized/stripped):
δυστομεω
IDX:
25136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25137
Key:

Data

{'content': 'to speak evil of'}