Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
δυστράπεζος
View word page
δυστοκέω
to be in sore travail

ShortDef

to be in sore travail

Debugging

Headword:
δυστοκέω
Headword (normalized):
δυστοκέω
Headword (normalized/stripped):
δυστοκεω
IDX:
25133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25134
Key:

Data

{'content': 'to be in sore travail'}