Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
δυστόχαστος
View word page
δυστοκεύς
an unhappy parent

ShortDef

an unhappy parent

Debugging

Headword:
δυστοκεύς
Headword (normalized):
δυστοκεύς
Headword (normalized/stripped):
δυστοκευς
IDX:
25132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25133
Key:

Data

{'content': 'an unhappy parent'}