Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
δυστόπαστος
View word page
δυστόκεια
one who has borne a child to misery

ShortDef

one who has borne a child to misery

Debugging

Headword:
δυστόκεια
Headword (normalized):
δυστόκεια
Headword (normalized/stripped):
δυστοκεια
IDX:
25131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25132
Key:

Data

{'content': 'one who has borne a child to misery'}