Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
δύστονος
View word page
δύστλητος
hard to bear
ShortDef
hard to bear
Debugging
Headword:
δύστλητος
Headword (normalized):
δύστλητος
Headword (normalized/stripped):
δυστλητος
IDX:
25130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25131
Key:
Data
{'content': 'hard to bear'}