Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
δύστομος2
View word page
δυστλήμων
suffering hard things

ShortDef

suffering hard things

Debugging

Headword:
δυστλήμων
Headword (normalized):
δυστλήμων
Headword (normalized/stripped):
δυστλημων
IDX:
25129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25130
Key:

Data

{'content': 'suffering hard things'}