Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
δύστοκος
δυστομέω
δυστομία
δύστομος
View word page
δυστιθάσευτος
hard to tame

ShortDef

hard to tame

Debugging

Headword:
δυστιθάσευτος
Headword (normalized):
δυστιθάσευτος
Headword (normalized/stripped):
δυστιθασευτος
IDX:
25128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25129
Key:

Data

{'content': 'hard to tame'}