Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
δυστοκέω
δυστοκία
View word page
δύστηκτος
hard to melt

ShortDef

hard to melt

Debugging

Headword:
δύστηκτος
Headword (normalized):
δύστηκτος
Headword (normalized/stripped):
δυστηκτος
IDX:
25124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25125
Key:

Data

{'content': 'hard to melt'}